στρατήγιον

στρατήγιον
στρᾰτήγ-ιον (in codd. sts. -εῖον, as D.L.1.50), τό,
A general's tent, S. Aj.721.
2 at Athens, the place where the στρατηγοί held their sittings, Aeschin.2.85, 3.146, D.42.14, IG22.500.39, prob. in 12.77.19, 22.1479.66, cf. Plu.Per.37, Id.2.519b, D.L.1.50.
3 in Egypt, business-office of the στρατηγός, PPetr.2p.26 (iii B.C.).
4 = Lat. praetorium, Ph.Bel.102.5, Plb 6.31.1, D.H.5.28, 9.6, Plu.2.813e, D.C.53.16.
5 camp, Suid. (citing S. l.c.).

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • στρατήγιον — general s tent neut nom/voc/acc sg στρατηγέω to be general imperf ind act 3rd pl (doric) στρατηγέω to be general imperf ind act 1st sg (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στρατήγιον — Το κτίριο του αρχείου των δέκα στρατηγών στην αγορά της αρχαίας Αθήνας. Στο Σ. συνεδρίαζαν και εκεί σιτίζονταν με έξοδα του δήμου. Με το ίδιο όνομα αναφέρονται δύο πλατείες της Κωνσταντινούπολης. Η πρώτη, το Μέγα Σ., βρισκόταν σε μικρή απόσταση… …   Dictionary of Greek

  • στρατηγίου — στρατήγιον general s tent neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στρατηγίῳ — στρατήγιον general s tent neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στρατήγια — στρατήγιον general s tent neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στρατηγείο — το / στρατηγεῑον, ΝΜΑ, και στρατήγιον ΜΑ [στρατηγός] νεοελλ. 1. η έδρα τού στρατηγού μαζί με το επιτελείο του και το προσωπικό διοικήσεως όπλων και διευθύνσεως υπηρεσιών που υπάρχει σε κάθε μεγάλη μονάδα 2. μτφ. έδρα ή πυρήνας δράσης ενός… …   Dictionary of Greek

  • ՍՏՐԱՏԻԳԻՈՆ — ( ) NBH 2 0755 Chronological Sequence: 8c գ. ՍՏՐԱՏԻԳԻՆ կամ ՍՏՐԱՏԻԳԻՈՆ. Բառ յն. սդռադի՛ղիօն. στρατήγιον domus imperatoris exercitus, praetorium. Կայք կամ օթեվան ստրատելատի. որ ի մեզ ասի վանք սպարապետին կամ զօրավարին. ... *Շինեաց յիշատակ իւր… …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

  • στρατηγίωι — στρατηγίῳ , στρατήγιον general s tent neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”